Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δεν θα ήτο

  • 1 ορθός

    η, ό[ν] 1.
    1) прямой; вертикальный;

    ορθή γωνία — прямой угол;

    2) находящийся в вертикальном положении, стоячий; стоящий (на ногах);

    ορθοί χειροκροτούσαν — они стоя аплодировали;

    3) перен. правильный; справедливый;
    2. (τό) подобающее, правильное, разумное поведение, разумные поступки;

    πράττει 7ίάντοτε το ορθόν — он всегда поступает правильно;

    δεν θα ήτο ορθόν να... — было бы неразумно, если бы...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ορθός

  • 2 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 3 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 4 ευχή

    η
    1) желание, пожелание; 2) молитва; 3) благословение:

    να χετε την ευχή μου — благословляю вас;

    § ευχής έργον θα ήτο... — желательно было бы...;

    βαίνει κατ' ευχήν — идти благополучно, хорошо;

    έχε την ευχήν... — да благословен будет;

    ο μύλος νερό θέλει, ευχές δε θέλει — посл, нужны дела, а не слова; — благими пожеланиями сыт не будешь;

    στα καταστρεμένα υποστατικά ευχή δεν πιάνει — слезами горю не поможешь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευχή

  • 5 πρέπων

    πρέπούσα, πρέπον надлежащий, должный, подобающий, приличествующий;

    με τον πρέποντα τρόπον — подобающим образом;

    η συμπεριφορά του δεν ήτο η πρέπουσα — ему не следовало так себя вести

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρέπων

См. также в других словарях:

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Papiro 7Q5 — Fragmento 7Q5. El 7Q5 es la manera como se codifica uno de los restos de papiro bajo el número 5 de la séptima cueva de Qumram. Fue uno de los múltiples restos de papiro descubiertos entre 1947 y 1955. El papiro está escrito en griego por un sólo …   Wikipedia Español

  • ερημοδικία — Η διεξαγωγή δίκης όπου ο ένας από τους διαδίκους απουσιάζει ή δεν είναι παρών με τον κατάλληλο προς την περίπτωση τρόπο. Η σημασία της ε. στο αστικό δίκαιο (αστική δίκη) είναι μεγάλη, ιδίως στην πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Ο όρος ε. συνδέεται με …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

  • Γκούρας, Ιωάννης — (Γκουρίτσα, Παρνασσίδα 1791 – Αθήνα 1826).Αγωνιστής του 1821. Παιδί φτωχής και άσημης οικογένειας, σε ηλικία 17 ετών τάχθηκε στο σώμα του συγγενούς του αρματολού Δ. Πανουργιά· τρία χρόνια πριν από την Επανάσταση πέρασε στην υπηρεσία του Οδυσσέα… …   Dictionary of Greek

  • Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 …   Wikipedia

  • Byzantinisches Griechisch — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… …   Deutsch Wikipedia

  • Mittelgriechisch — Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo Europäisch… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»